τεθραμμένον

τεθραμμένον
τρέφω
thicken
perf part mp masc acc sg
τρέφω
thicken
perf part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τεθραμμένον — τὸ, Α ζώο («τεθραμμένα ἀρσενικά», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. της μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • EXPONENDI infantes — mos antiquissimus fuit. Namque de Moyse, nota historia in sacris: Unde Ezechiel Tragicus, Clementi Alexandrino et Eusebio laudatus, Ε᾿νταῦθα μητὴρ ἠ τεχοῦσ᾿ ἔκρυπτέ με Τρεῖς μῆνας, ὡς ἔφασκεν, οὐ λαθοῦσα δὲ Υ῾πεξέθηκε. Ibi mater quae me peperit,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τηθαλλαδούς — και τηθαλλωδοῡς και τηθελαδοῡς, ὁ, Α 1. αναθρεμμένος με τα χάδια τής γιαγιάς του, παραχαϊδεμένος, μαμμόθρεφτος («ὀκνεῑς λαλεῑν; οὕτω σφόδρ εἶ τηθαλλαδοῡς;», Κωμ. Αδέσπ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «τηθαλλαδοῡς ἤ τηθαλλωδοῡς, ὁ γυναικοτραφής ἄλλοι δὲ τὸν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”